- τοιαῖσδε
- τοιόσδεsuch as thisfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοιαῖσδ' — τοιαῖσδε , τοιόσδε such as this fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πημονή — ἡ, Α 1. η κατάσταση που προκύπτει από μια συμφορά, από μια δυστυχία, το πάθημα, το δυστύχημα («τοιαῑσδε πημοναῑσι κάμπτομαι», Αισχύλ.) 2. η ζημία, η βλάβη που επιδιώκει κάποιος, ο εχθρικός σκοπός («ὅπλα μὴ ἐπιφέρειν ἐπὶ πημονῇ» να μην επιφέρονται … Dictionary of Greek